Δείτε επίσης: Αρκτούρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀρκτοῦρος < ἄρκτος + -οῦρος (οὖρος), φύλακας της άρκτου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀρκτοῦρος αρσενικό

  1. (αστέρας) o Αρκτούρος, αστέρας α του αστερισμού του Βοώτη
  2. ανδρικό όνομα

  Αναφορές επεξεργασία