άρκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρκτος | οι | άρκτοι |
γενική | της | άρκτου | των | άρκτων |
αιτιατική | την | άρκτο | τις | άρκτους |
κλητική | άρκτε | άρκτοι | ||
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άρκτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρκτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ŕ̥tḱos (αρκούδα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάρκτος θηλυκό
- (λόγιο, θηλαστικό ζώο) η αρκούδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία άρκτος
|