Ἄρκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ἄρκτος < ἄρκτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ŕ̥tḱos (αρκούδα)
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἄρκτος | ||
γενική | τοῦ | Ἄρκτου | ||
δοτική | τῷ | Ἄρκτῳ | ||
αιτιατική | τὸν | Ἄρκτον | ||
κλητική ὦ! | Ἄρκτε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ἄρκτος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) όνομα κενταύρου
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἄρκτος | ||
γενική | τῆς | Ἄρκτου | ||
δοτική | τῇ | Ἄρκτῳ | ||
αιτιατική | τὴν | Ἄρκτον | ||
κλητική ὦ! | Ἄρκτε | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ἄρκτος θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- αρσενικό: Ἄρκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- θηλυκό: Ἄρκτος ἄρκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.