κηπουρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κηπουρικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηπουρικός < κηπουρ(ός) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.pu.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κη‐που‐ρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασία
κηπουρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον κηπουρό ή την κηπουρική ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) κηπουρική
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κηπουρικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κηπουρικός < κηπουρ(ός) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- κηπουρικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κηπουρικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.