Δείτε επίσης: Καλυβά, καλύβα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλύβα < γενικού ενικού του αρσενικού Καλύβας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλύβα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Καλύβα αρσενικό