βορός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βορός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βορός αρσενικό
- περιφραγμένη αυλή σπιτιού
- περιφραγμένη χώρος για φύλαξη ζώων, μαντρί
- ※ Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι | νάχω και σε ψηλήν κορφή καλύβα από ρουπάκια, (Κώστας Κρυστάλλης, Ήθελα νάμουν τσέλιγκας, Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης, 1893)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βορός
|
Πηγές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βορός < βιβρώσκω
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- βορός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βορός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.