καταβροχθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβροχθίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταβροχθίζω < κατα- + βροχθίζω < βρόχθος
- για τις μεταφορικές σημασίες < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική engloutir [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.vɾoˈxθi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βρο‐χθί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακαταβροχθίζω, αόρ.: καταβρόχθισα, παθ.φωνή: καταβροχθίζομαι, π.αόρ.: καταβροχθίστηκα, μτχ.π.π.: καταβροχθισμένος
- καταπίνω λαίμαργα και σχεδόν αμάσητη πολλή τροφή
- ※ H τσιπούρα συχνάζει σ’ εκείνα τα σημεία της θάλασσας όπου υπάρχουν και αναπτύσσονται αποικίες από μύδια, τα οποία κυριολεκτικά καταβροχθίζει. (@ethnos.gr 24 Απριλίου 2010)
- (μεταφορικά) δέχομαι με μεγάλη ευχαρίστηση, απολαμβάνω
- ※ Το πρότυπο του αυστηρού πατέρα των παλιών αναγνωστικών υποχωρεί. Ο μπαμπάς είναι πιο τρυφερός, παίρνει ενεργά μέρος στην ανατροφή, καταβροχθίζει βιβλία παιδικής ψυχολογίας. (@tovima.gr 10 Απριλίου 2014)
- (μεταφορικά) εξαφανίζω
- ※ Στον τόπο μας η αγνωμοσύνη προς τους ανθρώπους που ξοδεύονται με τυφλή αφοσίωση έχει καταντήσει θεσμός. Δεν προφτάνουν να κλείσουν το έργο τους και τους καταβροχθίζει η πιο αδυσώπητη σιωπή. (@enet.gr 3 Νοεμβρίου 2014)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβροχθίζω | καταβρόχθιζα | θα καταβροχθίζω | να καταβροχθίζω | καταβροχθίζοντας | |
β' ενικ. | καταβροχθίζεις | καταβρόχθιζες | θα καταβροχθίζεις | να καταβροχθίζεις | καταβρόχθιζε | |
γ' ενικ. | καταβροχθίζει | καταβρόχθιζε | θα καταβροχθίζει | να καταβροχθίζει | ||
α' πληθ. | καταβροχθίζουμε | καταβροχθίζαμε | θα καταβροχθίζουμε | να καταβροχθίζουμε | ||
β' πληθ. | καταβροχθίζετε | καταβροχθίζατε | θα καταβροχθίζετε | να καταβροχθίζετε | καταβροχθίζετε | |
γ' πληθ. | καταβροχθίζουν(ε) | καταβρόχθιζαν καταβροχθίζαν(ε) |
θα καταβροχθίζουν(ε) | να καταβροχθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταβρόχθισα | θα καταβροχθίσω | να καταβροχθίσω | καταβροχθίσει | ||
β' ενικ. | καταβρόχθισες | θα καταβροχθίσεις | να καταβροχθίσεις | καταβρόχθισε | ||
γ' ενικ. | καταβρόχθισε | θα καταβροχθίσει | να καταβροχθίσει | |||
α' πληθ. | καταβροχθίσαμε | θα καταβροχθίσουμε | να καταβροχθίσουμε | |||
β' πληθ. | καταβροχθίσατε | θα καταβροχθίσετε | να καταβροχθίσετε | καταβροχθίστε | ||
γ' πληθ. | καταβρόχθισαν καταβροχθίσαν(ε) |
θα καταβροχθίσουν(ε) | να καταβροχθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταβροχθίσει | είχα καταβροχθίσει | θα έχω καταβροχθίσει | να έχω καταβροχθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταβροχθίσει | είχες καταβροχθίσει | θα έχεις καταβροχθίσει | να έχεις καταβροχθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καταβροχθίσει | είχε καταβροχθίσει | θα έχει καταβροχθίσει | να έχει καταβροχθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβροχθίσει | είχαμε καταβροχθίσει | θα έχουμε καταβροχθίσει | να έχουμε καταβροχθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταβροχθίσει | είχατε καταβροχθίσει | θα έχετε καταβροχθίσει | να έχετε καταβροχθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καταβροχθίσει | είχαν καταβροχθίσει | θα έχουν καταβροχθίσει | να έχουν καταβροχθίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβροχθίζομαι | καταβροχθιζόμουν(α) | θα καταβροχθίζομαι | να καταβροχθίζομαι | ||
β' ενικ. | καταβροχθίζεσαι | καταβροχθιζόσουν(α) | θα καταβροχθίζεσαι | να καταβροχθίζεσαι | ||
γ' ενικ. | καταβροχθίζεται | καταβροχθιζόταν(ε) | θα καταβροχθίζεται | να καταβροχθίζεται | ||
α' πληθ. | καταβροχθιζόμαστε | καταβροχθιζόμαστε καταβροχθιζόμασταν |
θα καταβροχθιζόμαστε | να καταβροχθιζόμαστε | ||
β' πληθ. | καταβροχθίζεστε | καταβροχθιζόσαστε καταβροχθιζόσασταν |
θα καταβροχθίζεστε | να καταβροχθίζεστε | (καταβροχθίζεστε) | |
γ' πληθ. | καταβροχθίζονται | καταβροχθίζονταν καταβροχθιζόντουσαν |
θα καταβροχθίζονται | να καταβροχθίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταβροχθίστηκα | θα καταβροχθιστώ | να καταβροχθιστώ | καταβροχθιστεί | ||
β' ενικ. | καταβροχθίστηκες | θα καταβροχθιστείς | να καταβροχθιστείς | καταβροχθίσου | ||
γ' ενικ. | καταβροχθίστηκε | θα καταβροχθιστεί | να καταβροχθιστεί | |||
α' πληθ. | καταβροχθιστήκαμε | θα καταβροχθιστούμε | να καταβροχθιστούμε | |||
β' πληθ. | καταβροχθιστήκατε | θα καταβροχθιστείτε | να καταβροχθιστείτε | καταβροχθιστείτε | ||
γ' πληθ. | καταβροχθίστηκαν καταβροχθιστήκαν(ε) |
θα καταβροχθιστούν(ε) | να καταβροχθιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταβροχθιστεί | είχα καταβροχθιστεί | θα έχω καταβροχθιστεί | να έχω καταβροχθιστεί | καταβροχθισμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταβροχθιστεί | είχες καταβροχθιστεί | θα έχεις καταβροχθιστεί | να έχεις καταβροχθιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταβροχθιστεί | είχε καταβροχθιστεί | θα έχει καταβροχθιστεί | να έχει καταβροχθιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβροχθιστεί | είχαμε καταβροχθιστεί | θα έχουμε καταβροχθιστεί | να έχουμε καταβροχθιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταβροχθιστεί | είχατε καταβροχθιστεί | θα έχετε καταβροχθιστεί | να έχετε καταβροχθιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταβροχθιστεί | είχαν καταβροχθιστεί | θα έχουν καταβροχθιστεί | να έχουν καταβροχθιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταβροχθισμένος - είμαστε, είστε, είναι καταβροχθισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταβροχθισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταβροχθισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταβροχθισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταβροχθισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταβροχθισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταβροχθισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καταβροχθίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καταβροχθίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταβροχθίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.