devour
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | devour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | devours |
αόριστος | devoured |
παθητική μετοχή | devoured |
ενεργητική μετοχή | devouring |
Ρήμα
επεξεργασίαdevour (en)
- καταβροχθίζω, τρώω όλα γρήγορα, ειδικά επειδή πεινάω πολύ
- ⮡ The tiger devoured its prey.
- Η τίγρη καταβρόχθισε τη λεία της.
- ⮡ The tiger devoured its prey.