Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταβροχθισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταβροχθισμέν
ος
η
καταβροχθισμέν
η
το
καταβροχθισμέν
ο
γενική
του
καταβροχθισμέν
ου
της
καταβροχθισμέν
ης
του
καταβροχθισμέν
ου
αιτιατική
τον
καταβροχθισμέν
ο
την
καταβροχθισμέν
η
το
καταβροχθισμέν
ο
κλητική
καταβροχθισμέν
ε
καταβροχθισμέν
η
καταβροχθισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταβροχθισμέν
οι
οι
καταβροχθισμέν
ες
τα
καταβροχθισμέν
α
γενική
των
καταβροχθισμέν
ων
των
καταβροχθισμέν
ων
των
καταβροχθισμέν
ων
αιτιατική
τους
καταβροχθισμέν
ους
τις
καταβροχθισμέν
ες
τα
καταβροχθισμέν
α
κλητική
καταβροχθισμέν
οι
καταβροχθισμέν
ες
καταβροχθισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταβροχθισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταβροχθίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταβροχθισμένος