↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδηφάγος η αδηφάγα το αδηφάγο
      γενική του αδηφάγου της αδηφάγας του αδηφάγου
    αιτιατική τον αδηφάγο την αδηφάγα το αδηφάγο
     κλητική αδηφάγε αδηφάγα αδηφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδηφάγοι οι αδηφάγες τα αδηφάγα
      γενική των αδηφάγων των αδηφάγων των αδηφάγων
    αιτιατική τους αδηφάγους τις αδηφάγες τα αδηφάγα
     κλητική αδηφάγοι αδηφάγες αδηφάγα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδηφάγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδηφάγος < ἅδην + φαγεῖν

  Επίθετο

επεξεργασία

αδηφάγος, -α, -ο

  1. που καταβροχθίζει μεγάλη ποσότητα φαγητού
     συνώνυμα: αμετροφάγος, λαίμαργος, αχόρταγος
  2. (μεταφορικά) λαίμαργος, άπληστος, ασυγκράτητος
    ⮡  αδηφάγο βλέμμα
  3. (μεταφορικά) που καταστρέφει ό,τι βρει στο πέρασμά του, καταστροφικός
    ⮡  αδηφάγο τέρας η φωτιά
     συνώνυμα: καταστροφικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία