αδηφάγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδηφάγος | η | αδηφάγα | το | αδηφάγο |
γενική | του | αδηφάγου | της | αδηφάγας | του | αδηφάγου |
αιτιατική | τον | αδηφάγο | την | αδηφάγα | το | αδηφάγο |
κλητική | αδηφάγε | αδηφάγα | αδηφάγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδηφάγοι | οι | αδηφάγες | τα | αδηφάγα |
γενική | των | αδηφάγων | των | αδηφάγων | των | αδηφάγων |
αιτιατική | τους | αδηφάγους | τις | αδηφάγες | τα | αδηφάγα |
κλητική | αδηφάγοι | αδηφάγες | αδηφάγα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδηφάγος < αρχαία ελληνική ἀδηφάγος < ἅδην + φαγεῖν
Επίθετο επεξεργασία
αδηφάγος, -α, -ο
- που καταβροχθίζει μεγάλη ποσότητα φαγητού
- (μεταφορικά) λαίμαργος, άπληστος, ασυγκράτητος
- αδηφάγο βλέμμα
- (μεταφορικά) που καταστρέφει ό,τι βρει στο πέρασμά του
- αδηφάγο τέρας η φωτιά
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδηφάγος