αδηφάγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδηφάγα < αδηφάγ(ος) + -α
Επίρρημα
επεξεργασίααδηφάγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδηφάγα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααδηφάγα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αδηφάγος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αδηφάγος