• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αδηφαγία

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἀδηφαγία, αδηφάγα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδηφαγία οι αδηφαγίες
      γενική της αδηφαγίας των αδηφαγιών
    αιτιατική την αδηφαγία τις αδηφαγίες
     κλητική αδηφαγία αδηφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αδηφαγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδηφαγία < ἄδην + -φαγία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αδηφαγία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αδηφάγου
  2. (μεταφορικά) η απληστία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη αδηφάγος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αδηφαγία
  • γαλλικά : voracité (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αδηφαγία&oldid=6719596"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Μαΐου 2024, στις 12:29

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Μαΐου 2024, στις 12:29.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας