αδηφαγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδηφαγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδηφαγία < ἄδην + -φαγία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδηφαγία θηλυκό
- η ιδιότητα του αδηφάγου
- (μεταφορικά) η απληστία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αδηφάγος