-φαγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -φαγία | οι | -φαγίες |
γενική | της | -φαγίας | των | -φαγιών |
αιτιατική | τη(ν) | -φαγία | τις | -φαγίες |
κλητική | -φαγία | -φαγίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -φαγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φαγία ή (λόγιο δάνειο) νεολατινική -phagia για ιατρικούς όρους < -φάγ(ος) + -ία < θέμα φαγ- του αορίστου β' ἔφαγον του ρήματος εσθίω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /faˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -φα‐γί‐α
Επίθημα επεξεργασία
-φαγία
- δεύτερο συνθετικό λέξεων που δηλώνουν το να τρώει κάποιος
- αυτό που δηλώνει το α' συνθετικό
- με τον τρόπο ή στο βαθμό που δηλώνει το α' συνθετικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φαγία στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -φαγιά στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε --φαγία - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- Λέξεις -φαγία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- -φαγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φαγία < -φάγ(ος) + -ία
Επίθημα επεξεργασία
-φαγία
Σύνθετα επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -φαγίᾱ | αἱ | -φαγίαι |
γενική | τῆς | -φαγίᾱς | τῶν | -φαγιῶν |
δοτική | τῇ | -φαγίᾳ | ταῖς | -φαγίαις |
αιτιατική | τὴν | -φαγίᾱν | τὰς | -φαγίᾱς |
κλητική ὦ! | -φαγίᾱ | -φαγίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -φαγίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -φαγίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθημα επεξεργασία
-φαγία
Σύνθετα επεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φαγία στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -φαγία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts