Δείτε επίσης: -φαγιά, φαγιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -φαγία οι -φαγίες
      γενική της -φαγίας των -φαγιών
    αιτιατική τη(ν) -φαγία τις -φαγίες
     κλητική -φαγία -φαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-φαγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φαγία ή (λόγιο δάνειο) νεολατινική -phagia για ιατρικούς όρους < -φάγ(ος) + -ία < θέμα φαγ- του αορίστου β' ἔφαγον του ρήματος εσθίω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /faˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -φα‐γί‐α

  Επίθημα

επεξεργασία

-φαγία

Άλλες μορφές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
-φαγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φαγία < -φάγ(ος) + -ία

  Επίθημα

επεξεργασία

-φαγία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -φαγί αἱ -φαγίαι
      γενική τῆς -φαγίᾱς τῶν -φαγιῶν
      δοτική τῇ -φαγί ταῖς -φαγίαις
    αιτιατική τὴν -φαγίᾱν τὰς -φαγίᾱς
     κλητική ! -φαγί -φαγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -φαγί
γεν-δοτ τοῖν  -φαγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-φαγία < -φάγ(ος) + -ία

  Επίθημα

επεξεργασία

-φαγία