Δείτε επίσης: αδηφαγία, Ἀδηφαγία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀδηφᾰγι-
ονομαστική ἀδηφαγί αἱ ἀδηφαγίαι
      γενική τῆς ἀδηφαγίᾱς τῶν ἀδηφαγιῶν
      δοτική τῇ ἀδηφαγί ταῖς ἀδηφαγίαις
    αιτιατική τὴν ἀδηφαγίᾱν τὰς ἀδηφαγίᾱς
     κλητική ! ἀδηφαγί ἀδηφαγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδηφαγί
γεν-δοτ τοῖν  ἀδηφαγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδηφαγία ήδη τον 4ο αιώνα πκε στον Αριστοτέλη < ἀδηφάγ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀδηφαγία, -ας θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία