ἀδηφαγία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀδηφᾰγι- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀδηφαγίᾱ | αἱ | ἀδηφαγίαι | |
γενική | τῆς | ἀδηφαγίᾱς | τῶν | ἀδηφαγιῶν | |
δοτική | τῇ | ἀδηφαγίᾳ | ταῖς | ἀδηφαγίαις | |
αιτιατική | τὴν | ἀδηφαγίᾱν | τὰς | ἀδηφαγίᾱς | |
κλητική ὦ! | ἀδηφαγίᾱ | ἀδηφαγίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδηφαγίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀδηφαγίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀδηφαγία ήδη τον 4ο αιώνα πκε στον Αριστοτέλη < ἀδηφάγ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀδηφαγία, -ας θηλυκό
- πολυφαγία, λαιμαργία
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Άρατος, 3.2 @scaife.perseus
- ἐπιφαίνεται δʼ ἀμέλει καὶ ταῖς εἰκόσιν ἀθλητική τις ἰδέα, καὶ τὸ συνετὸν τοῦ προσώπου καὶ βασιλικὸν οὐ παντάπασιν ἀρνεῖται τὴν ἀδηφαγίαν καὶ τὸ σκαφεῖον.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Περὶ σαρκοφαγίας λόγος Α΄, Section 6, 995e, @scaife.perseus
- τοὺς γὰρ Βοιωτοὺς ἡμᾶς οἱ Ἀττικοὶ καὶ παχεῖς καὶ ἀναισθήτους καὶ ἠλιθίους, μάλιστα διὰ τὰς ἀδηφαγίας προσαγορεύουσιν·
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Άρατος, 3.2 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀδηφάγος
Πηγές
επεξεργασία- ἀδηφαγία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.