πολυφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπολυφαγία θηλυκό
- η υπερβολική κατανάλωση φαγητού
- ※ Η πολυφαγία μοιάζει να είναι από τη μια «χάνω τον έλεγχο της συγκράτησης της ανάγκης για ευχαρίστηση» και χρησιμοποιώ υποκατάστατη ευχαρίστηση, δηλαδή την τροφή, τη γεύση της και από την άλλη ταυτόχρονα μου επιτίθεμαι, με τιμωρώ που έχασα τον έλεγχο και μου «βγήκε» η επιθυμία. ([1] Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11.06.2017)
- ≈ συνώνυμα: υπερφαγία
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυφαγία