υπερφαγία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερφαγία < αγγλική hyperphagia < αρχαία ελληνική ὑπέρ + -φαγία (< τρώγω) (αντιδάνειο)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπερφαγία θηλυκό
- (ιατρική) διατροφική συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υπερβολική όρεξη για φαγητό ή υπερβολική πείνα
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υπερφαγία