υπερφαγία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερφαγία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hyperphagia < αρχαία ελληνική ὑπέρ + -φαγία (< τρώγω) (αντιδάνειο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.peɾ.faˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐φα‐γί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερφαγία θηλυκό
- (νεολογισμός, ιατρική) διατροφική συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από υπερβολική όρεξη για φαγητό ή υπερβολική πείνα
- ※ Το στρες μπορεί να οδηγήσει στην υπερφαγία, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην παχυσαρκία. (Πέννυ Μπουλούτζα, Το στρες αιτία παχυσαρκίας, Η Καθημερινή, 22 Οκτωβρίου 2004)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- υπερφαγία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερφαγία
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr