υπερφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | υπερφάγος | το | υπερφάγο | ||
γενική | του/της | υπερφάγου | του | υπερφάγου | ||
αιτιατική | τον/την | υπερφάγο | το | υπερφάγο | ||
κλητική | υπερφάγε | υπερφάγο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | υπερφάγοι | τα | υπερφάγα | ||
γενική | των | υπερφάγων | των | υπερφάγων | ||
αιτιατική | τους/τις | υπερφάγους | τα | υπερφάγα | ||
κλητική | υπερφάγοι | υπερφάγα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυπερφάγος αρσενικό ή θηλυκό