↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η υπερφάγος το υπερφάγο
      γενική του/της υπερφάγου του υπερφάγου
    αιτιατική τον/την υπερφάγο το υπερφάγο
     κλητική υπερφάγε υπερφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερφάγοι τα υπερφάγα
      γενική των υπερφάγων των υπερφάγων
    αιτιατική τους/τις υπερφάγους τα υπερφάγα
     κλητική υπερφάγοι υπερφάγα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερφάγος < υπερ- + -φάγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερφάγος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία