↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουλιμικός η βουλιμική το βουλιμικό
      γενική του βουλιμικού της βουλιμικής του βουλιμικού
    αιτιατική τον βουλιμικό τη βουλιμική το βουλιμικό
     κλητική βουλιμικέ βουλιμική βουλιμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουλιμικοί οι βουλιμικές τα βουλιμικά
      γενική των βουλιμικών των βουλιμικών των βουλιμικών
    αιτιατική τους βουλιμικούς τις βουλιμικές τα βουλιμικά
     κλητική βουλιμικοί βουλιμικές βουλιμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουλιμικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

βουλιμικός -ή, -ό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουλιμικός αρσενικό (στο θηλυκό: βουλιμική ή βουλιμικιά), ουσιαστικοποιημένο επίθετο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία