βουλιμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουλιμικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαβουλιμικός -ή, -ό
- σχετικός με τη βουλιμία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβουλιμικός αρσενικό (στο θηλυκό: βουλιμική ή βουλιμικιά), ουσιαστικοποιημένο επίθετο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουλιμικός