πολυφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | πολυφάγος | το | πολυφάγο | ||
γενική | του/της | πολυφάγου | του | πολυφάγου | ||
αιτιατική | τον/την | πολυφάγο | το | πολυφάγο | ||
κλητική | πολυφάγε | πολυφάγο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | πολυφάγοι | τα | πολυφάγα | ||
γενική | των | πολυφάγων | των | πολυφάγων | ||
αιτιατική | τους/τις | πολυφάγους | τα | πολυφάγα | ||
κλητική | πολυφάγοι | πολυφάγα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπολυφάγος, -ος, -ο
- που τρώει πολύ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυφάγος
|