ἀδηφάγος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀδηφάγος, -ος, -ον
- λαίμαργος, αχόρταγος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 313 (310-313)
- ἐκεῖνο δ᾽ οὐδείς, ἡνίκ᾽ ἂν μνησθῶ, θέλει, | σῶσαί μ᾽ ἐς οἴκους, ἀλλ᾽ ἀπόλλυμαι τάλας | ἔτος τόδ᾽ ἤδη δέκατον ἐν λιμῷ τε καὶ | κακοῖσι βόσκων τὴν ἀδηφάγον νόσον.
- κανείς των όμως, σαν κάμω λόγο, ούτε ν᾽ ακούσει θέλει | να με γλιτώσει φέρνοντάς με πίσω στον τόπο μου· κι έτσι ο δυστυχισμένος | σαπίζω εδώ τώρ᾽ από δέκα χρόνια | βόσκοντας μες στην πείνα και τους πόνους την αχόρταγη αρρώστια που με τρώει.
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 313 (310-313)
- (για λυχνία) που καταναλώνει πολύ λάδι
- (μεταφορικά) πολυδάπανος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Υπέρ Ευκρίτου διαμαρτυρία, απόσπασμα 103S, @poesialatina.it, @books.google.gr
- Ἀδηφάγους τριήρεις
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Υπέρ Ευκρίτου διαμαρτυρία, απόσπασμα 103S, @poesialatina.it, @books.google.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀδηφάγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδηφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.