Δείτε επίσης: αδηφάγος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀδηφάγος τὸ ἀδηφάγον
      γενική τοῦ/τῆς ἀδηφάγου τοῦ ἀδηφάγου
      δοτική τῷ/τῇ ἀδηφάγ τῷ ἀδηφάγ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀδηφάγον τὸ ἀδηφάγον
     κλητική ! ἀδηφάγε ἀδηφάγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀδηφάγοι τὰ ἀδηφάγ
      γενική τῶν ἀδηφάγων τῶν ἀδηφάγων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδηφάγοις τοῖς ἀδηφάγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδηφάγους τὰ ἀδηφάγ
     κλητική ! ἀδηφάγοι ἀδηφάγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδηφάγω τὼ ἀδηφάγω
      γεν-δοτ τοῖν ἀδηφάγοιν τοῖν ἀδηφάγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδηφάγος < ἅδην (πολύ, αρκετά) + -φάγος (< φαγεῖν του ρήματος ἐσθίω)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀδηφάγος, -ος, -ον

  1. λαίμαργος, αχόρταγος
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 313 (310-313)
    ἐκεῖνο δ᾽ οὐδείς, ἡνίκ᾽ ἂν μνησθῶ, θέλει, | σῶσαί μ᾽ ἐς οἴκους, ἀλλ᾽ ἀπόλλυμαι τάλας | ἔτος τόδ᾽ ἤδη δέκατον ἐν λιμῷ τε καὶ | κακοῖσι βόσκων τὴν ἀδηφάγον νόσον.
    κανείς των όμως, σαν κάμω λόγο, ούτε ν᾽ ακούσει θέλει | να με γλιτώσει φέρνοντάς με πίσω στον τόπο μου· κι έτσι ο δυστυχισμένος | σαπίζω εδώ τώρ᾽ από δέκα χρόνια | βόσκοντας μες στην πείνα και τους πόνους την αχόρταγη αρρώστια που με τρώει.
    Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  2. (για λυχνία) που καταναλώνει πολύ λάδι
  3. (μεταφορικά) πολυδάπανος
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Υπέρ Ευκρίτου διαμαρτυρία, απόσπασμα 103S, @poesialatina.it, @books.google.gr
    Ἀδηφάγους τριήρεις

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία