Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδηφαγέω < ἀδηφάγος < ἄδην + φαγεῖν

  Ρήμα επεξεργασία

ἀδηφαγέω - ἀδηφαγῶ (συνηρημένο)

  • είμαι αδηφάγος, τρώω υπερβολικά (δόκιμος μόνον ο ενεστώτας)


Συγγενικά επεξεργασία