λαιμαργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαιμαργία | οι | λαιμαργίες |
γενική | της | λαιμαργίας | — | |
αιτιατική | τη | λαιμαργία | τις | λαιμαργίες |
κλητική | λαιμαργία | λαιμαργίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λαιμαργία < αρχαία ελληνική λαιμαργία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαιμαργία θηλυκό
- η συνεχόμενη ανάγκη να τρώει κάποιος πολύ, ασταμάτητα και, συνήθως, γρήγορα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λαιμαργία < λαίμαργος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαιμαργία θηλυκό