Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαιμαργία οι λαιμαργίες
      γενική της λαιμαργίας
    αιτιατική τη λαιμαργία τις λαιμαργίες
     κλητική λαιμαργία λαιμαργίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαιμαργία < αρχαία ελληνική λαιμαργία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαιμαργία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαιμαργία < λαίμαργος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαιμαργία θηλυκό

  1. η λαιμαργία