gourmandise
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gourmandise | gourmandises |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
gourmandise (fr) θηλυκό
- η λαιμαργία
- (κατ’ επέκταση) η λιχουδιά
ενικός | πληθυντικός |
gourmandise | gourmandises |
gourmandise (fr) θηλυκό