ασυγκράτητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ασυγκράτητος, -η, -ο
- που δεν αναχαιτίζεται, ακράτητος
- που δε συγκρατείται
- ασυγκράτητο κλάμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασυγκράτητος