irrépressible
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iʁ.(ʁ)e.pʁɛ.sibl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
irrépressible | irrépressibles |
irrépressible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Δείτε επίσης : irrepressible |
ενικός | πληθυντικός |
irrépressible | irrépressibles |
irrépressible (fr) αρσενικό ή θηλυκό