Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακράτητος η ακράτητη το ακράτητο
      γενική του ακράτητου της ακράτητης του ακράτητου
    αιτιατική τον ακράτητο την ακράτητη το ακράτητο
     κλητική ακράτητε ακράτητη ακράτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακράτητοι οι ακράτητες τα ακράτητα
      γενική των ακράτητων των ακράτητων των ακράτητων
    αιτιατική τους ακράτητους τις ακράτητες τα ακράτητα
     κλητική ακράτητοι ακράτητες ακράτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακράτητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκράτητος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkɾa.ti.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρά‐τη‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακράτητος, -η, -ο

  1. ο αχαλιναγώγητος, ο ασυγκράτητος, που δεν μπορεί να κρατηθεί, άνθρωπος ή ορμή, τάση ή και ανάγκη
    ακράτητα γέλια, ακράτητη λαχτάρα
    έχω μια ακράτητη ανάγκη να πάω στην τουαλέτα, με συγχωρείτε
    Όρμησε ακράτητος στα αποδυτήρια, αλλά με το πού κατάφερε να ...
     συνώνυμα: ακάθεκτος, ακατάσχετος
     αντώνυμα: συγκρατημένος
  2. που δεν έχει κρατηθεί, δεν τον έχουν παραγγείλει, δεν τον έχουν "κλείσει", δεν έχει γίνει γι' αυτόν καμία κράτηση
    Έχουμε ακόμα μερικές ακράτητες θέσεις, αλλά βιαστείτε

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία