ακατάσχετος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακατάσχετος < ελληνιστική ἀκατάσχετος < ἀ- (στερητικό) + κατέσχον, αόριστος β' του κατέχω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ακατάσχετος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να σταματήσει
- ακατάσχετη φλυαρία
- που δεν μπορεί να κατασχεθεί· που δεν έχει κατασχεθεί
- σύμφωνα με το νόμο ο μισθός είναι ακατάσχετος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ακατάσχετος