Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατάσχετος η ακατάσχετη το ακατάσχετο
      γενική του ακατάσχετου της ακατάσχετης του ακατάσχετου
    αιτιατική τον ακατάσχετο την ακατάσχετη το ακατάσχετο
     κλητική ακατάσχετε ακατάσχετη ακατάσχετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατάσχετοι οι ακατάσχετες τα ακατάσχετα
      γενική των ακατάσχετων των ακατάσχετων των ακατάσχετων
    αιτιατική τους ακατάσχετους τις ακατάσχετες τα ακατάσχετα
     κλητική ακατάσχετοι ακατάσχετες ακατάσχετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακατάσχετος < ελληνιστική ἀκατάσχετος < ἀ- (στερητικό) + κατέσχον, αόριστος β' του κατέχω

  Επίθετο επεξεργασία

ακατάσχετος, -η, -ο

  1. που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να σταματήσει
    ακατάσχετη φλυαρία
     συνώνυμα: ακάθεκτος, ασταμάτητος, ασυγκράτητος
  2. που δεν μπορεί να κατασχεθεί· που δεν έχει κατασχεθεί
    σύμφωνα με το νόμο ο μισθός είναι ακατάσχετος
     αντώνυμα: κατεσχημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία