↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασταμάτητος η ασταμάτητη το ασταμάτητο
      γενική του ασταμάτητου της ασταμάτητης του ασταμάτητου
    αιτιατική τον ασταμάτητο την ασταμάτητη το ασταμάτητο
     κλητική ασταμάτητε ασταμάτητη ασταμάτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασταμάτητοι οι ασταμάτητες τα ασταμάτητα
      γενική των ασταμάτητων των ασταμάτητων των ασταμάτητων
    αιτιατική τους ασταμάτητους τις ασταμάτητες τα ασταμάτητα
     κλητική ασταμάτητοι ασταμάτητες ασταμάτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασταμάτητος < α- (στερητικό) + σταματώ + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.staˈma.ti.tos/

  Επίθετο

επεξεργασία

ασταμάτητος, -η, -ο

  • που δε σταμάτησε, δε σταματάει ή δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει
    μόλις χάλασαν τα φρένα τού αυτοκινήτου, το όχημα ήταν πια ασταμάτητο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία