ασταμάτητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.staˈma.ti.tos/
Επίθετο
επεξεργασίαασταμάτητος, -η, -ο
- που δε σταμάτησε, δε σταματάει ή δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει
- μόλις χάλασαν τα φρένα τού αυτοκινήτου, το όχημα ήταν πια ασταμάτητο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ασταμάτητα
- → δείτε τη λέξη σταματώ