αέναος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αέναος | η | αέναη | το | αέναο |
γενική | του | αέναου | της | αέναης | του | αέναου |
αιτιατική | τον | αέναο | την | αέναη | το | αέναο |
κλητική | αέναε | αέναη | αέναο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αέναοι | οι | αέναες | τα | αέναα |
γενική | των | αέναων | των | αέναων | των | αέναων |
αιτιατική | τους | αέναους | τις | αέναες | τα | αέναα |
κλητική | αέναοι | αέναες | αέναα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αέναος < αρχαία ελληνική ἀέναος < ἀεί + νάω (ρέω)
Επίθετο
επεξεργασίααέναος -η -ο
- που δεν παύει ποτέ να ρέει, να τρέχει
- (γενικότερα) που δε σταματά, ασταμάτητος, αδιάκοπος