↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αέναος η αέναη το αέναο
      γενική του αέναου της αέναης του αέναου
    αιτιατική τον αέναο την αέναη το αέναο
     κλητική αέναε αέναη αέναο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αέναοι οι αέναες τα αέναα
      γενική των αέναων των αέναων των αέναων
    αιτιατική τους αέναους τις αέναες τα αέναα
     κλητική αέναοι αέναες αέναα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αέναος < αρχαία ελληνική ἀέναος < ἀεί + νάω (ρέω)

  Επίθετο

επεξεργασία

αέναος -η -ο

  1. που δεν παύει ποτέ να ρέει, να τρέχει
  2. (γενικότερα) που δε σταματά, ασταμάτητος, αδιάκοπος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία