ἀεί
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀεί < πρωτοελληνική *aiweí < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eyu- < *h₂ey- (ζωή, ζωτική δύναμη)
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
ἀεί
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- ἀέ
- δωρικός τύπος : ἀές
- αἰέ
- επικός τύπος , ιωνικός τύπος , ποιητικός τύπος: αἰεί
- ομηρικός τύπος: αἰέν
- δωρικός τύπος : αἰές
- αἰή
- αιολικός τύπος : αἶι
- βοιωτικός τύπος : ἠι