αἰέν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αἰέν < πρωτοελληνική *aiweí < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eyu- < *h₂ey- (ζωή, ζωτική δύναμη)
Επίρρημα
επεξεργασία
αἰέν
- επικός τύπος του ἀεί
αἰέν