perpetual (en) (χωρίς παραθετικά)

  • διαρκής, αέναος, που συνεχίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς διακοπή
      My work at the office is perpetual boredom.
    Η δουλειά μου στο γραφείο είναι διαρκής πλήξη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη continuous