perpetual
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαperpetual (en) (χωρίς παραθετικά)
- διαρκής, αέναος, που συνεχίζει για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς διακοπή
- ⮡ My work at the office is perpetual boredom.
- Η δουλειά μου στο γραφείο είναι διαρκής πλήξη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
- ⮡ My work at the office is perpetual boredom.