ασταμάτηγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασταμάτηγος < ασταμάτητος
Επίθετο επεξεργασία
ασταμάτηγος, -η, -ο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του ασταμάτητος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σταματώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασταμάτηγος
|