ασταμάτηγων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαασταμάτηγων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ασταμάτηγος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ασταμάτηγος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασταμάτηγος
ασταμάτηγων