↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκρατημένος η συγκρατημένη το συγκρατημένο
      γενική του συγκρατημένου της συγκρατημένης του συγκρατημένου
    αιτιατική τον συγκρατημένο τη συγκρατημένη το συγκρατημένο
     κλητική συγκρατημένε συγκρατημένη συγκρατημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκρατημένοι οι συγκρατημένες τα συγκρατημένα
      γενική των συγκρατημένων των συγκρατημένων των συγκρατημένων
    αιτιατική τους συγκρατημένους τις συγκρατημένες τα συγκρατημένα
     κλητική συγκρατημένοι συγκρατημένες συγκρατημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκρατημένος < συγκρατώ

συγκρατημένος, -η, -ο


Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία