Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκρατημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συγκρατημέν
ος
η
συγκρατημέν
η
το
συγκρατημέν
ο
γενική
του
συγκρατημέν
ου
της
συγκρατημέν
ης
του
συγκρατημέν
ου
αιτιατική
τον
συγκρατημέν
ο
τη
συγκρατημέν
η
το
συγκρατημέν
ο
κλητική
συγκρατημέν
ε
συγκρατημέν
η
συγκρατημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συγκρατημέν
οι
οι
συγκρατημέν
ες
τα
συγκρατημέν
α
γενική
των
συγκρατημέν
ων
των
συγκρατημέν
ων
των
συγκρατημέν
ων
αιτιατική
τους
συγκρατημέν
ους
τις
συγκρατημέν
ες
τα
συγκρατημέν
α
κλητική
συγκρατημέν
οι
συγκρατημέν
ες
συγκρατημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συγκρατημένος
<
συγκρατώ
Μετοχή
επεξεργασία
συγκρατημένος, -η, -ο
που ελέγχει τις
αντιδράσεις
του
Συνώνυμα
επεξεργασία
ατάραχος
νηφάλιος
ψύχραιμος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ευέξαπτος
θερμόαιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκρατημένος
γαλλικά
:
contenu
(fr)