συγκρατημένο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
συγκρατημένο
- αιτιατική ενικού του συγκρατημένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του συγκρατημένος
συγκρατημένο