θερμόαιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θερμόαιμος < θερμός + αίμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hot-blooded / γερμανική warmblütig
Επίθετο
επεξεργασίαθερμόαιμος, -η, -ο
- (για ζώο) που έχει σταθερή θερμοκρασία αίματος, ανεξάρτητη από τις θερμοκρασιακές αλλαγές στο περιβάλλον
- (για χαρακτήρα) που θυμώνει εύκολα και εκδηλώνει έντονα τα συναισθήματά του
- που εύκολα εξάπτεται ερωτικά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία για ζώα
για χαρακτήρες