Δείτε επίσης: veracious

  Επίθετο

επεξεργασία

voracious (en)

  1. αδηφάγος, λαίμαργος
  2. (μεταφορικά) που δεν σταματάει να συγκεντρώνει, να μαζεύει (διάφορα πράγματα, γνώσεις, κ.α.)

Παρώνυμα

επεξεργασία