↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αμετροφάγος οι αμετροφάγοι
      γενική του/της αμετροφάγου των αμετροφάγων
    αιτιατική τον/την αμετροφάγο τους/τις αμετροφάγους
     κλητική αμετροφάγε αμετροφάγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμετροφάγος < άμετρ(ος) + -ο- + -φάγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμετροφάγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (λόγιο) που δεν έχει μέτρο στις ποσότητες φαγητού που λαμβάνει

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία