↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφετέρια οι καφετέριες
      γενική της καφετέριας των καφετεριών
    αιτιατική την καφετέρια τις καφετέριες
     κλητική καφετέρια καφετέριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
εξωτερικός χώρος καφετέριας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καφετέρια < (άμεσο δάνειο) αγγλική cafeteria < αμερικανο-ισπανική cafetería < cafetera < γαλλική cafetière < café < οθωμανική τουρκική قهوه (kahve) < αραβική قهوة (qahwa: καφές)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καφετέρια θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παρώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία