قهوه
Ετυμολογία
επεξεργασία- قهوه < (άμεσο δάνειο) αραβική قَهْوَة (qahwah)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ τουρκικά: kahve → δείτε και την αραβική قهوة (qahwah)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαقهوه
Περσικά (fa)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- قهوه < (άμεσο δάνειο) αραβική قَهْوَة (qahwah)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαقهوه (fa)