πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καφετιέρα οι καφετιέρες
      γενική της καφετιέρας
    αιτιατική την καφετιέρα τις καφετιέρες
     κλητική καφετιέρα καφετιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μόκα, καφετιέρα για εσπρέσο (σκεύος).
Οικιακή καφετιέρα για καφέ φίλτρου (μηχάνημα).

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καφετιέρα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. καφετιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.