Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μόκα οι μόκες
      γενική της μόκας
    αιτιατική τη μόκα τις μόκες
     κλητική μόκα μόκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόκα < αγγλική mocha < αραβική: المخا (al-Mukhā, Μόκα), λιμάνι της Υεμένης στην Ερυθρά Θάλασσα
 
μόκα (μπρίκι) για παρασκευή εσπρέσο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόκα θηλυκό

  1. (καφές) ποικιλία καφέ
  2. (ποτό) ιταλικό ρόφημα καφέ με γάλα, που περιέχει σοκολάτακακάο) (από την ιταλική: mocaccino)
  3. καφετιέρα κουζίνας (σκεύος, μπρίκι) που χρησιμεύει στην παρασκευή καφέ εσπρέσο (ρόφημα) (από την ιταλική: moka)

  Μεταφράσεις επεξεργασία