μόκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μόκα | οι | μόκες |
γενική | της | μόκας | — | |
αιτιατική | τη | μόκα | τις | μόκες |
κλητική | μόκα | μόκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμόκα θηλυκό
- (καφές) ποικιλία καφέ
- (ποτό) ιταλικό ρόφημα καφέ με γάλα, που περιέχει σοκολάτα (ή κακάο) (από την ιταλική: mocaccino)
- καφετιέρα κουζίνας (σκεύος, μπρίκι) που χρησιμεύει στην παρασκευή καφέ εσπρέσο (ρόφημα) (από την ιταλική: moka)