• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εσπρέσο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Είδη του Εσπρέσο
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)Επεξεργασία

 
παρασκευή εσπρέσο

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εσπρέσο < (άμεσο δάνειο) ιταλική espresso < αγγλικά express

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εσπρέσο αρσενικό ή ουδέτερο άκλιτο

  • (καφές)είδος καφέ που παρασκευάζεται σε καφετιέρα, όταν καυτό νερό διέρχεται από συμπιεσμένο στρώμα αλεσμένου καφέ

Είδη του ΕσπρέσοΕπεξεργασία

  • Con Panna
  • Ristretto
  • Romano
  • Doppio
  • Americano
  • Caffe latte
  • μακιάτο
  • λούγκο lungo
  • Caffe mocha

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εσπρέσο
  • αγγλικά : espresso (en)
  • γαλλικά : espresso (fr)
  • ιταλικά : espresso (it)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εσπρέσο&oldid=5474040"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 04:57
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 04:57.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie