Καφές λάτε

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λάτε < (άμεσο δάνειο) ιταλική caffè latte ή caffellatte, καφές με γάλα· → δείτε και τη λέξη latte

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λάτε αρσενικό άκλιτο

  • (καφές) τύπου εσπρέσο στον οποίο έχει προστεθεί γάλα
    ※  «Καφέ λάτε; Καπουτσίνο, Εσπρέσο;» Η Γκάμπι έδειξε μια τεράστια μηχανή του καφέ που δέσποζε στον πάγκο και εκείνος σκέφτηκε λίγο τι έπρεπε να διαλέξει. «Λάτε, ευχαριστώ» «Έρχεται ο λάτε, λοιπόν». (Camilla Lackberg, Η γοργόνα, Εκδ. Μεταίχμιο, 2016 (Μετάφραση: Γρηγόρης Κονδύλης) [1])

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

λάτε άκλιτο

  • χαρακτηρισμός καφέ με γάλα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία