καφέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καφέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική café
Επίθετο
επεξεργασίακαφέ άκλιτο
- που έχει το χρώμα του καφέ
- πού είναι τα καφέ παπούτσια μου;
- ≈ συνώνυμα: καφετής, καστανός, καστανωπός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαφέ ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το χρώμα του καφέ
- καφετέρια, κατάστημα που σερβίρει καφέ, αναψυκτικά κ.λπ, καφενείο αλλά όχι παραδοσιακό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καφές
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρώμα
κατάστημα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακαφέ αρσενικό