καστανό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καστανό | τα | καστανά |
γενική | του | καστανού | των | καστανών |
αιτιατική | το | καστανό | τα | καστανά |
κλητική | καστανό | καστανά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καστανό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καστανός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαστανό ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαστανό