brun
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrun (da)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brun | bruns |
brun (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
brun | bruns |
brun (fr) αρσενικό