Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακιάτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Εκφράσεις
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Καφές
μακιάτο
.
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακιάτο
< (
άμεσο δάνειο
)
ιταλική
macchiato
(
κηλιδωμένος
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακιάτο
άκλιτο
(
καφές
)
είδος
καφέ
espresso
,
που
παρασκευάζεται
από
μια
δόση
εσπρέσο
και
λίγο
αφρόγαλα
※
Λούνγκο
,
μακιάτο
,
νορμάλε
,
στρέτο
,
φρέντο
,
κορέτο
, όλα τους επιμέρους είδη του espresso
(
13 πράγματα που δεν ήξερες για τον καφέ
, 30/09/2020, athensvoice.gr
[1]
)
Εκφράσεις
επεξεργασία
λάτε μακιάτο
(
latte
macchiato
) (
με
ζεστό
γάλα
χωρίς
αφρό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακιάτο
ιταλικά
:
macchiato
(it)