στρέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστρέτο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) συνήθως το τελευταίο τμήμα της φούγκας όπου ο ρυθμός επιταχύνεται στο μέγιστο
- (μουσική, ως επίρρημα) με πιο γρήγορο ρυθμό
- είδος καφέ τύπου εσπρέσο με μικρή ποσότητα νερού
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρέτο
|
Πηγές
επεξεργασία- στρέτο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)