Ετυμολογία

επεξεργασία
στρέτο < ιταλική stretto (σφιχτός) < λατινική strictus, μετοχή του ρήματος stringere (σφίγγω)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρέτο ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) συνήθως το τελευταίο τμήμα της φούγκας όπου ο ρυθμός επιταχύνεται στο μέγιστο
  2. (μουσική, ως επίρρημα) με πιο γρήγορο ρυθμό
  3. είδος καφέ τύπου εσπρέσο με μικρή ποσότητα νερού
    ※  Λούνγκο, μακιάτο, νορμάλε, στρέτο, φρέντο, κορέτο, όλα τους επιμέρους είδη του espresso (13 πράγματα που δεν ήξερες για τον καφέ, 30/09/2020, athensvoice.gr [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • στρέτοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)